-
1 гибель
-
2 гибель
-и θ.καταστροφή, θάνατος, χαμός, όλεθρος• απώλεια•гибель помпеи η καταστροφή της Πομπηίας•
гибель самолета συντριβή του αεροπλάνου•
гибель корабля συντριβή (βύθιση) πλοίου, το ναυάγιο•
гибель надежи απώλεια των ελπίδων•
идти на верную гибель βαδίζω προς σίγουρο θάνατο, πηγαίνω πατά χαμό•
найти свою гибель βρίσκω το θάνατο μου•
трагическая гибель τραγικός θάνατος•
обречь на гибель καταδικάζω στην καταστροφή (στο χαμό).
(απλ.) πλήθος•народу гибель будет θα είναι πλήθος λαού (ανθρωποθάλασσα)•
гибель комаров στίφος κουνουπιών•
гибель денег χρήμα (παράς) μέ ουρά.
εκφρ.быть ή находиться на краю гибели – είμαι, βρίσκομαι στο χείλος της αβύσσου (της καταστροφής), στην άκρη στο γκρεμό. -
3 гибель
гибельж1. ὁ ὅλεθρος, ἡ καταστροφή, ὁ χαμός, ἡ ἀπώλεια/ τό ναυάγιο (корабля)/ ἡ κατάρρευση [-ις] (государства)/ ὁ θάνατος (смерть):идти на верную \гибель πηγαίνω σέ σίγουρο χαμό·2. (множество) разг χό πλήθος, ἡ μάζα. -
4 пагуба
-ы θ. παλ. καταστροφή, όλεθρος, χαμός. -
5 погром
-а α.1. καταστροφή, όλεθρος, χαμός, εξολόθρευση.2. διωγμός πολιτικών αντιπάλων, πογκρόμ•еврейские -мы..,τα πογκρόμ κατά των ββραίων.
-
6 катастрофа
-ы θ.δυστύχημα, συμφορά•автомобильная катастрофа αυτοκινητιστικό δυστύχημα.
|| καταστροφή, χαμός, όλεθρος. -
7 крушение
-я ουδ.1. συντριβή, καταστροφή, δυστύχημα, συμφορά•крушение поезда συντριβή τραίνου•
потерпеть крушение καταστρέφομαι, συντρίβομαι (για τραίνο)•
крушение с человеческими жертвами σιδηροδρομικό δυστύχημα με ανθρώπινα θύματα.
βλ. кораблекрушение.2. μτφ. χαμός, απώλεια•крушение надежд σβήσιμο (ναυάγιο, καταπόντιση) των ελπίδων.
-
8 петля
-и, γεν. πλθ. -тель, δοτ. -тлям θ.1. θηλιά•делать -ю φτιάχνω θηλιά•
затянуть -ю τραβώ (σφίγγω) τη θηλιά.
|| αδιέξοδο χαμός, καταστροφή. || θηλιά πλεκτού.2. κυκλοτερής κίνηση, οχτάρι.3. κουμπότρυπα.4. ρεζές, στρόφιγγα, στροφέας.εκφρ.петля затягивается (сжимает(ся) – σφίγγει η θηλιά (σφίγγουν τα πράγματα (ζορίζονται), χειροτερεύει η κατάσταση•влезть (попасть) в -ю; очутиться (оказать(ся) в -е – βρίσκομαι σε δύσκολη κατάσταση ή σε αδιέξοδο•надеть (накинуть) -го на себя – ρίχνω θηλιά στον εαυτό μου, τά θελα και τά παθα. -
9 смерть
-и, γεν. πλθ. -ей θ.1. физиологическая ή естественная смерть φυσιολογικός θάνατος•осудить на смерть καταδικάζω σε θάνατο•
ранняя смерть πρόωρος θάνατος.
|| μτφ. καταστροφή, χαμός.2. ως κατηγ. είναι άσχημο, κακό ή δυστυχία.3. ως επίρ. πάρα πολύ, σφόδρα•как хочется пить πεθαίνω (σκάζω) από τη δίψα.
εκφρ.до -и – μέχρι θανάτου, μέχρι χαμό•пасть -ью храбрых – πεθαίνω (πέφτω) ηρωικά•смотреть (глядеть) -и в глаза – βλέπω το χάρο με τα μάτια μου•как смерть бледный – ωχρός (χλωμός) σα νεκρός•как смерть побледнеть – χλω-μιάζω σα νεκρός•просто смерть – κ. смерть да и только (απλ.) βλ. 2 σημ. за -ью посылать кого πηγαίνει σαν αργοκίνητο καράβι (αργητός στην εκτέλεση εντολής). -
10 труба
-ы, πλθ. трубы θ.1. σωλήνας•водопроводная труба ο υδροσωλήνας•
газопроводная труба σωλήνας αεριοαγωγός ή φωταερίου•
воздухопроводная труба σωλήνας αεραγωγός ή αερισμού•
медная труба χάλκινος σωλήνας•
стальная труба ατσάλινος σωλήνας•
стеклянная труба γυάλινος σωλήνας•
труба телескопа σωλήνας τηλεσκοπίου.
2. τρομπέτα, σάλπιγγα. || χωνί, χοάνη•труба репродуктора η χοάνη του μεγάφωνου.
3. καπνοδόχος, φουγάρο, καμινάδα.4. (ανατ.) σάλπιγγα•еф-стахиева труба ευσταχιανή σάλπιγγα•
фаллопиева, труба ωαγωγός (ή σάλπιγγα) μήτρας.
5. (κυνηγ.) η ουρά της αλεπούς.6. -ойεπίρ. α) κάθετα, κατακόρυφα, β) χωνοειδώς, σαν χωνί.7. καταστροφή, χαμός, τέλος.εκφρ.аэродинамическая труба – αεροδυναμικός σωλήνας•мостовая труба – ο υδροσωλήνας κάτω από την οδό•нетолченая труба – μεγάλος συνωστισμός, πλήθος αδιαπέραστο•пожарная труба – ο πυροσβεστικός σωλήνας•дело труба – (απλ.) η υπόθεση πάει άσχημα•хвост -ой – τόσκάσε, έφυγε•пустить (выпустить) в -у – α) καταστρέφω κάποιον οικονομικά, κάνω να πτωχεύσει, β) κατασπαταλώ, ανεμοσκορπίζω.
См. также в других словарях:
χαμός — ο, Ν [χάνω] 1. απώλεια ζωής, θάνατος («ο χαμός τής μητέρας της τήν συνέτριψε») 2. εξαφάνιση («πέντε χρόνια μετά τον χαμό του και ακόμα ψάχνει να τόν βρει») 3. μτφ. α) γενική αναστάτωση, κοσμοχαλασιά («γίνεται χαμός στα καταστήματα την περίοδο τών … Dictionary of Greek
απώλεια — η (AM ἀπώλεια) 1. το να χαθεί κάποιος ή κάτι 2. ο θάνατος, ο χαμός 3. ηθική καταστροφή, διαφθορά νεοελλ. 1. ζημιά, βλάβη 2. ελάττωση της αρχικής ποσότητας, διαφυγή («απώλεια στο αέριο») 3. στον πληθ. οι απώλειες το σύνολο των νεκρών, τραυματιών,… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek